- ανερούλιαστος
- η , ο не ставший водянистым, не водянистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανερούλιαστος — η, ο αυτός που δεν είναι νερουλιασμένος: Τα βερίκοκα ήταν ώριμα, αλλά ανερούλιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)